Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accòlta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [akˈkɔlta]

1 συνάθροιση
2 συνέλευση
3 συγκέντρωση
4 συντροφιά
5 παρέα
6 όμιλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accollo accoltellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accollatario (ουσ αρσ )
accollato (αρσ. επίθ και ουσ)
accollatore (ουσ αρσ )
accollatura (θηλ.ουσ)
accollo (ουσ αρσ )
accolta (θηλ.ουσ)
accoltellare (ρ. μτβ.)
accoltellato (επίθ.)
accoltellatore (ουσ αρσ )
accomandante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accomandare (ρ. μτβ.)
accomandatario (ουσ αρσ )
accomandita (θηλ.ουσ)
accomiatare (ρ. μτβ.)
accomiatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accomodabile (επίθ.)
accomodamento (ουσ αρσ )
accomodante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accomodare (ρ.αμτβ.)
accomodare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---