Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accomiatàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkomjaˈtare]

1 δίνω άδεια
2 απολύω
3 εκδιώκω
4 διώχνω
5 στέλνω μακριά
6 ξαποστέλνω

accomiatàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkomjaˈtarsi]

1 αποχωρώ
2 παίρνω την άδεια μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accomandita accomodabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accoltellatore (ουσ αρσ )
accomandante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accomandare (ρ. μτβ.)
accomandatario (ουσ αρσ )
accomandita (θηλ.ουσ)
accomiatare (ρ. μτβ.)
accomiatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accomodabile (επίθ.)
accomodamento (ουσ αρσ )
accomodante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accomodare (ρ.αμτβ.)
accomodare (ρ. μτβ.)
accomodarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
accomodatamente (επίρ.)
accomodaticcio (επίθ.)
accomodativo (επίθ.)
accomodato (επίθ.)
accomodatore (ουσ αρσ )
accomodatura (θηλ.ουσ)
accomodazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---