Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accollàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [akkolˈlato]

1 φορτωμένος ως το λαιμό
2 με ρούχα ως ψηλά στο λαιμό
3 με ρούχα που καλοπυτουν και τους αστραγάλους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accollatario accollatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accollare (ρ.αμτβ.)
accollare (ρ. μτβ.)
accollarsi (ρ.μ. (αντων.))
accollata (θηλ.ουσ)
accollatario (ουσ αρσ )
accollato (αρσ. επίθ και ουσ)
accollatore (ουσ αρσ )
accollatura (θηλ.ουσ)
accollo (ουσ αρσ )
accolta (θηλ.ουσ)
accoltellare (ρ. μτβ.)
accoltellato (επίθ.)
accoltellatore (ουσ αρσ )
accomandante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accomandare (ρ. μτβ.)
accomandatario (ουσ αρσ )
accomandita (θηλ.ουσ)
accomiatare (ρ. μτβ.)
accomiatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accomodabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---