Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccollàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [akkolˈlato] 1 φορτωμένος ως το λαιμό 2 με ρούχα ως ψηλά στο λαιμό 3 με ρούχα που καλοπυτουν και τους αστραγάλους permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |