Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accollàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [akkolˈlata]

1 βραβείο
2 έπαινος
3 ανταμοιβή
4 τελετουργία τιμητική
5 αναγνώριση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accollarsi accollatario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accolito (ουσ αρσ )
accollacciato (επίθ.)
accollare (ρ.αμτβ.)
accollare (ρ. μτβ.)
accollarsi (ρ.μ. (αντων.))
accollata (θηλ.ουσ)
accollatario (ουσ αρσ )
accollato (αρσ. επίθ και ουσ)
accollatore (ουσ αρσ )
accollatura (θηλ.ουσ)
accollo (ουσ αρσ )
accolta (θηλ.ουσ)
accoltellare (ρ. μτβ.)
accoltellato (επίθ.)
accoltellatore (ουσ αρσ )
accomandante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accomandare (ρ. μτβ.)
accomandatario (ουσ αρσ )
accomandita (θηλ.ουσ)
accomiatare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---