Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccollacciàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [akkollatˈʧato] 1 φορτωμένος ως το λαιμό 2 με ψηλό γιακά (φόρεμα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |