Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccogliènte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [akkoʎˈʎɛnte] (di persona) φιλόξενος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |