Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acclùso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [akˈkluzo]

1 εσώκλειστος
2 προσαρτημένος
3 κλεισμένος εντός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accludere accoccare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acclimatazione (θηλ.ουσ)
acclimazione (θηλ.ουσ)
accline (επίθ.)
acclive (επίθ.)
accludere (ρ. μτβ.)
accluso (επίθ.)
accoccare (ρ. μτβ.)
accoccolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accodare (ρ. μτβ.)
accodarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accogliente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accoglienza (θηλ.ουσ)
accogliere (ρ. μτβ.)
accoglimento (ουσ αρσ )
accolito (ουσ αρσ )
accollacciato (επίθ.)
accollare (ρ.αμτβ.)
accollare (ρ. μτβ.)
accollarsi (ρ.μ. (αντων.))
accollata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---