Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόacclùso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [akˈkluzo] 1 εσώκλειστος 2 προσαρτημένος 3 κλεισμένος εντός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |