Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acclimazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [akklimatˈtsjone]

1 εξοικείωση
2 εγκλιματισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acclimatazione accline  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acclimare (ρ. μτβ.)
acclimarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acclimatare (ρ. μτβ.)
acclimatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acclimatazione (θηλ.ουσ)
acclimazione (θηλ.ουσ)
accline (επίθ.)
acclive (επίθ.)
accludere (ρ. μτβ.)
accluso (επίθ.)
accoccare (ρ. μτβ.)
accoccolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accodare (ρ. μτβ.)
accodarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accogliente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accoglienza (θηλ.ουσ)
accogliere (ρ. μτβ.)
accoglimento (ουσ αρσ )
accolito (ουσ αρσ )
accollacciato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---