Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accodàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkoˈdare]

βάζω στη σειρά

accodàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkoˈdarsi]

1 ακολουθώ από πίσω
2 εναρμονίζομαι
3 βάζω στη σειρά
4 μπαίνω στη σειρά
5 ενώνομαι ή ενώνω στο πίσω μέρος
6 γίνομαι ουρά κάποιου
7 προσδένομαι σε κάποιον
8 ακολουθώ κατά πόδι
9 κολλώ από πίσω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accoccolarsi accogliente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acclive (επίθ.)
accludere (ρ. μτβ.)
accluso (επίθ.)
accoccare (ρ. μτβ.)
accoccolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accodare (ρ. μτβ.)
accodarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accogliente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accoglienza (θηλ.ουσ)
accogliere (ρ. μτβ.)
accoglimento (ουσ αρσ )
accolito (ουσ αρσ )
accollacciato (επίθ.)
accollare (ρ.αμτβ.)
accollare (ρ. μτβ.)
accollarsi (ρ.μ. (αντων.))
accollata (θηλ.ουσ)
accollatario (ουσ αρσ )
accollato (αρσ. επίθ και ουσ)
accollatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---