Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accogliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkoʎʎiˈmento]

1 αναγνώριση
2 αποδοχή
3 παραδοχή
4 υποδοχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accogliere accolito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accodare (ρ. μτβ.)
accodarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accogliente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accoglienza (θηλ.ουσ)
accogliere (ρ. μτβ.)
accoglimento (ουσ αρσ )
accolito (ουσ αρσ )
accollacciato (επίθ.)
accollare (ρ.αμτβ.)
accollare (ρ. μτβ.)
accollarsi (ρ.μ. (αντων.))
accollata (θηλ.ουσ)
accollatario (ουσ αρσ )
accollato (αρσ. επίθ και ουσ)
accollatore (ουσ αρσ )
accollatura (θηλ.ουσ)
accollo (ουσ αρσ )
accolta (θηλ.ουσ)
accoltellare (ρ. μτβ.)
accoltellato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---