Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accollàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkolˈlare]

1 φορώ ρούχα μακριά μέχρι τον αστράγαλο
2 φορώ ρούχα που φτάνουν ως ψηλά το λαιμό

accollàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkolˈlare]

1 επιβαρύνω
2 φορτώνω
3 φορτώνω ως τον λαιμό
4 παραφορτώνω
5 επιφορτίζω

accollàrsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [akkolˈlarsi]

1 επωμίζομαι
2 επιφορτίζομαι
3 αναλαμβάνω πρωτοβουλία
4 επιβαρύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accollacciato accollata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accoglienza (θηλ.ουσ)
accogliere (ρ. μτβ.)
accoglimento (ουσ αρσ )
accolito (ουσ αρσ )
accollacciato (επίθ.)
accollare (ρ.αμτβ.)
accollare (ρ. μτβ.)
accollarsi (ρ.μ. (αντων.))
accollata (θηλ.ουσ)
accollatario (ουσ αρσ )
accollato (αρσ. επίθ και ουσ)
accollatore (ουσ αρσ )
accollatura (θηλ.ουσ)
accollo (ουσ αρσ )
accolta (θηλ.ουσ)
accoltellare (ρ. μτβ.)
accoltellato (επίθ.)
accoltellatore (ουσ αρσ )
accomandante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accomandare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---