accollàre
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [akkolˈlare]
1 φορώ ρούχα μακριά μέχρι τον αστράγαλο
2 φορώ ρούχα που φτάνουν ως ψηλά το λαιμό
accollàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [akkolˈlare]
1 επιβαρύνω
2 φορτώνω
3 φορτώνω ως τον λαιμό
4 παραφορτώνω
5 επιφορτίζω
accollàrsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [akkolˈlarsi]
1 επωμίζομαι
2 επιφορτίζομαι
3 αναλαμβάνω πρωτοβουλία
4 επιβαρύνομαι
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [akkolˈlare]
1 φορώ ρούχα μακριά μέχρι τον αστράγαλο
2 φορώ ρούχα που φτάνουν ως ψηλά το λαιμό
accollàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [akkolˈlare]
1 επιβαρύνω
2 φορτώνω
3 φορτώνω ως τον λαιμό
4 παραφορτώνω
5 επιφορτίζω
accollàrsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [akkolˈlarsi]
1 επωμίζομαι
2 επιφορτίζομαι
3 αναλαμβάνω πρωτοβουλία
4 επιβαρύνομαι
permalink
accollare (ρ.αμτβ.)
accollare (ρ. μτβ.)
accollarsi (ρ.μ. (αντων.))
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android