Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accoccolàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkokkoˈlarsi]

1 τρομοκρατούμαι
2 σκύβω δουλικά
3 υποκλίνομαι
4 κουρνιάζω
5 κάθομαι οκλαδόν
6 φοβούμαι
7 σκύβω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accoccare accodare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accline (επίθ.)
acclive (επίθ.)
accludere (ρ. μτβ.)
accluso (επίθ.)
accoccare (ρ. μτβ.)
accoccolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accodare (ρ. μτβ.)
accodarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accogliente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accoglienza (θηλ.ουσ)
accogliere (ρ. μτβ.)
accoglimento (ουσ αρσ )
accolito (ουσ αρσ )
accollacciato (επίθ.)
accollare (ρ.αμτβ.)
accollare (ρ. μτβ.)
accollarsi (ρ.μ. (αντων.))
accollata (θηλ.ουσ)
accollatario (ουσ αρσ )
accollato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---