Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccoccàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [akkokˈkare] 1 στερεώνω στην άκρη 2 σουφρώνω σε πτυχές 3 χαράσσω εγκοπή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |