Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accoccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkokˈkare]

1 στερεώνω στην άκρη
2 σουφρώνω σε πτυχές
3 χαράσσω εγκοπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accluso accoccolarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acclimazione (θηλ.ουσ)
accline (επίθ.)
acclive (επίθ.)
accludere (ρ. μτβ.)
accluso (επίθ.)
accoccare (ρ. μτβ.)
accoccolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accodare (ρ. μτβ.)
accodarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accogliente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accoglienza (θηλ.ουσ)
accogliere (ρ. μτβ.)
accoglimento (ουσ αρσ )
accolito (ουσ αρσ )
accollacciato (επίθ.)
accollare (ρ.αμτβ.)
accollare (ρ. μτβ.)
accollarsi (ρ.μ. (αντων.))
accollata (θηλ.ουσ)
accollatario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---