Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acclimatàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akklimaˈtare]

εξοικειώνω

acclimatàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akklimaˈtarsi]

εγκλιματίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acclimarsi acclimatazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acclamare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acclamatore (αρσ. επίθ και ουσ)
acclamazione (θηλ.ουσ)
acclimare (ρ. μτβ.)
acclimarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acclimatare (ρ. μτβ.)
acclimatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acclimatazione (θηλ.ουσ)
acclimazione (θηλ.ουσ)
accline (επίθ.)
acclive (επίθ.)
accludere (ρ. μτβ.)
accluso (επίθ.)
accoccare (ρ. μτβ.)
accoccolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accodare (ρ. μτβ.)
accodarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accogliente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accoglienza (θηλ.ουσ)
accogliere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---