Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acclamàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akklaˈmare]

1 διαλαλώ
2 παραληρώ από ενθουσιασμό
3 επευφημώ
4 ανακηρύσσω διά βοής
5 χειροκροτώ
6 φωνάζω από ενθουσιασμό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accivettare acclamatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acciuffare (ρ. μτβ.)
acciuffarsi (ρ.μ. (αντων.))
acciuga (θηλ.ουσ)
acciugata (θηλ.ουσ)
accivettare (ρ. μτβ.)
acclamare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acclamatore (αρσ. επίθ και ουσ)
acclamazione (θηλ.ουσ)
acclimare (ρ. μτβ.)
acclimarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acclimatare (ρ. μτβ.)
acclimatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acclimatazione (θηλ.ουσ)
acclimazione (θηλ.ουσ)
accline (επίθ.)
acclive (επίθ.)
accludere (ρ. μτβ.)
accluso (επίθ.)
accoccare (ρ. μτβ.)
accoccolarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---