Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acciugàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [atʧuˈgata]

σάλτσα αντσούγιας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acciuga accivettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accisa (θηλ.ουσ)
acciucchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acciuffare (ρ. μτβ.)
acciuffarsi (ρ.μ. (αντων.))
acciuga (θηλ.ουσ)
acciugata (θηλ.ουσ)
accivettare (ρ. μτβ.)
acclamare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acclamatore (αρσ. επίθ και ουσ)
acclamazione (θηλ.ουσ)
acclimare (ρ. μτβ.)
acclimarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acclimatare (ρ. μτβ.)
acclimatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acclimatazione (θηλ.ουσ)
acclimazione (θηλ.ουσ)
accline (επίθ.)
acclive (επίθ.)
accludere (ρ. μτβ.)
accluso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---