Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accomunàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [akkomuˈnabile]

συνενώσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accompagnatura accomunamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accompagnare (ρ. μτβ.)
accompagnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accompagnatore (αρσ. επίθ και ουσ)
accompagnatrice (θηλ.ουσ)
accompagnatura (θηλ.ουσ)
accomunabile (επίθ.)
accomunamento (ουσ αρσ )
accomunare (ρ. μτβ.)
accomunarsi (ρ.μ. (αντων.))
acconciabile (επίθ.)
acconciamente (επίρ.)
acconciamento (ουσ αρσ )
acconciare (ρ. μτβ.)
acconciarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
acconciatamente (επίρ.)
acconciato (επίθ.)
acconciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
acconciatura (θηλ.ουσ)
acconcio (αρσ. επίθ και ουσ)
accondiscendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---