Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eutéttico (αρσ. επίθ και ουσ) evaporàbile (επίθ.)
eutocìa (θηλ.ουσ) evaporàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
eutrofìa (θηλ.ουσ) evaporàto (επίθ.)
eutròfico (επίθ.) evaporatóre (ουσ αρσ )
èva (θηλ.ουσ) evaporazióne (θηλ.ουσ)
evacuaménto (ουσ αρσ ) evaporìmetro (ουσ αρσ )
evacuànte (αρσ. επίθ και ουσ) evaporometrìa (θηλ.ουσ)
evacuàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) evasióne (θηλ.ουσ)
evacuatìvo (επίθ.) evasìvo (επίθ.)
evacuazióne (θηλ.ουσ) evàso (αρσ. επίθ και ουσ)
evàdere (ρ.αμτβ.) evasóre (ουσ αρσ )
evàdere (ρ. μτβ.) eveniènza (θηλ.ουσ)
evaginàrsi (ρ. μ. αμτβ.) evènto (ουσ αρσ )
evaginazióne (θηλ.ουσ) eventuàle (επίθ.)
evanescènte (επίθ.) eventualità (θηλ.ουσ)
evanescènza (θηλ.ουσ) eventualménte (επίρ.)
evangeliàrio (ουσ αρσ ) eversióne (θηλ.ουσ)
evangelicaménte (επίρ.) eversìvo (επίθ.)
evangèlico (ουσ αρσ ) eversóre (ουσ αρσ )
evangèlico (επίθ.) evezióne (θηλ.ουσ)
evangelìsmo (ουσ αρσ ) evidènte (επίθ.)
evangelìsta (ουσ αρσ και θηλ.) evidenteménte (επίρ.)
evangelizzàre (ρ. μτβ.) evidènza (θηλ.ουσ)
evangelizzazióne (θηλ.ουσ) evidenziàre (ρ. μτβ.)
evangèlo (ουσ αρσ ) evìncere (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: