Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eversóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [everˈsore]

καταστροφέας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eversivo evezione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eventuale (επίθ.)
eventualità (θηλ.ουσ)
eventualmente (επίρ.)
eversione (θηλ.ουσ)
eversivo (επίθ.)
eversore (ουσ αρσ )
evezione (θηλ.ουσ)
evidente (επίθ.)
evidentemente (επίρ.)
evidenza (θηλ.ουσ)
evidenziare (ρ. μτβ.)
evincere (ρ. μτβ.)
evirare (ρ. μτβ.)
evirato (αρσ. επίθ και ουσ)
evirazione (θηλ.ουσ)
eviscerare (ρ. μτβ.)
eviscerazione (θηλ.ουσ)
evitabile (επίθ.)
evitare (ρ. μτβ.)
evizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---