Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eviràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [eviˈrato]

1 άβουλος
2 ευνουχισμένος
3 άτονος
4 ασπόνδυλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  evirare evirazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

evidentemente (επίρ.)
evidenza (θηλ.ουσ)
evidenziare (ρ. μτβ.)
evincere (ρ. μτβ.)
evirare (ρ. μτβ.)
evirato (αρσ. επίθ και ουσ)
evirazione (θηλ.ουσ)
eviscerare (ρ. μτβ.)
eviscerazione (θηλ.ουσ)
evitabile (επίθ.)
evitare (ρ. μτβ.)
evizione (θηλ.ουσ)
evo (ουσ αρσ )
evocare (ρ. μτβ.)
evocatore (αρσ. επίθ και ουσ)
evocazione (θηλ.ουσ)
evoluire (ρ.αμτβ.)
evoluta (θηλ.ουσ)
evolutivo (επίθ.)
evoluto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---