ItalianoGreco


evidènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eviˈdɛntsa]

1 κατάθεση
2 ιδιότητα του πασιφανούς
3 φανερότητα
4 μαρτυρία
5 απόδειξη
6 έμφαση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---