Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


evidènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eviˈdɛntsa]

1 κατάθεση
2 ιδιότητα του πασιφανούς
3 φανερότητα
4 μαρτυρία
5 απόδειξη
6 έμφαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  evidentemente evidenziare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eversivo (επίθ.)
eversore (ουσ αρσ )
evezione (θηλ.ουσ)
evidente (επίθ.)
evidentemente (επίρ.)
evidenza (θηλ.ουσ)
evidenziare (ρ. μτβ.)
evincere (ρ. μτβ.)
evirare (ρ. μτβ.)
evirato (αρσ. επίθ και ουσ)
evirazione (θηλ.ουσ)
eviscerare (ρ. μτβ.)
eviscerazione (θηλ.ουσ)
evitabile (επίθ.)
evitare (ρ. μτβ.)
evizione (θηλ.ουσ)
evo (ουσ αρσ )
evocare (ρ. μτβ.)
evocatore (αρσ. επίθ και ουσ)
evocazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---