ItalianoGreco


evezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [evetˈtsjone]

περιοδική μετάπτωση κίνησης σελήνης στην τροχιά της λόγω της ηλιακής επίδρασης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---