Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eversióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [everˈsjone]

1 αναστροφή
2 ανασκέλωμα
3 τουμπάρισμα
4 καταστροφή
5 μπατάρισμα
6 ανατροπή
7 ανασκευή
8 κατάλυση
9 αιτία ανατροπής ή καταστροφής
10 αναποδογύρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eventualmente eversivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

evenienza (θηλ.ουσ)
evento (ουσ αρσ )
eventuale (επίθ.)
eventualità (θηλ.ουσ)
eventualmente (επίρ.)
eversione (θηλ.ουσ)
eversivo (επίθ.)
eversore (ουσ αρσ )
evezione (θηλ.ουσ)
evidente (επίθ.)
evidentemente (επίρ.)
evidenza (θηλ.ουσ)
evidenziare (ρ. μτβ.)
evincere (ρ. μτβ.)
evirare (ρ. μτβ.)
evirato (αρσ. επίθ και ουσ)
evirazione (θηλ.ουσ)
eviscerare (ρ. μτβ.)
eviscerazione (θηλ.ουσ)
evitabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---