Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


evidènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eviˈdɛnte]

φανερός (-ή, -ό), προφανής (-ής, -ές)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  evezione evidentemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eventualmente (επίρ.)
eversione (θηλ.ουσ)
eversivo (επίθ.)
eversore (ουσ αρσ )
evezione (θηλ.ουσ)
evidente (επίθ.)
evidentemente (επίρ.)
evidenza (θηλ.ουσ)
evidenziare (ρ. μτβ.)
evincere (ρ. μτβ.)
evirare (ρ. μτβ.)
evirato (αρσ. επίθ και ουσ)
evirazione (θηλ.ουσ)
eviscerare (ρ. μτβ.)
eviscerazione (θηλ.ουσ)
evitabile (επίθ.)
evitare (ρ. μτβ.)
evizione (θηλ.ουσ)
evo (ουσ αρσ )
evocare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---