Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


evìncere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈvinʧere]

1 συμπεραίνω αφαιρετικά
2 συμπεραίνω
3 επανακτώ κατοχή σε αγαθά με δικαστική απόφαση
4 συνάγω με λογική ανάλυση
5 εκβάλλω (από οικία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  evidenziare evirare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

evezione (θηλ.ουσ)
evidente (επίθ.)
evidentemente (επίρ.)
evidenza (θηλ.ουσ)
evidenziare (ρ. μτβ.)
evincere (ρ. μτβ.)
evirare (ρ. μτβ.)
evirato (αρσ. επίθ και ουσ)
evirazione (θηλ.ουσ)
eviscerare (ρ. μτβ.)
eviscerazione (θηλ.ουσ)
evitabile (επίθ.)
evitare (ρ. μτβ.)
evizione (θηλ.ουσ)
evo (ουσ αρσ )
evocare (ρ. μτβ.)
evocatore (αρσ. επίθ και ουσ)
evocazione (θηλ.ουσ)
evoluire (ρ.αμτβ.)
evoluta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---