Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eviscerazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eviʃʃeratˈtsjone]

ξεκοίλιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eviscerare evitabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

evincere (ρ. μτβ.)
evirare (ρ. μτβ.)
evirato (αρσ. επίθ και ουσ)
evirazione (θηλ.ουσ)
eviscerare (ρ. μτβ.)
eviscerazione (θηλ.ουσ)
evitabile (επίθ.)
evitare (ρ. μτβ.)
evizione (θηλ.ουσ)
evo (ουσ αρσ )
evocare (ρ. μτβ.)
evocatore (αρσ. επίθ και ουσ)
evocazione (θηλ.ουσ)
evoluire (ρ.αμτβ.)
evoluta (θηλ.ουσ)
evolutivo (επίθ.)
evoluto (επίθ.)
evoluzione (θηλ.ουσ)
evoluzionismo (ουσ αρσ )
evoluzionista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---