Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


evènto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈvɛnto]

το γεγονός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  evenienza eventuale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

evasione (θηλ.ουσ)
evasivo (επίθ.)
evaso (αρσ. επίθ και ουσ)
evasore (ουσ αρσ )
evenienza (θηλ.ουσ)
evento (ουσ αρσ )
eventuale (επίθ.)
eventualità (θηλ.ουσ)
eventualmente (επίρ.)
eversione (θηλ.ουσ)
eversivo (επίθ.)
eversore (ουσ αρσ )
evezione (θηλ.ουσ)
evidente (επίθ.)
evidentemente (επίρ.)
evidenza (θηλ.ουσ)
evidenziare (ρ. μτβ.)
evincere (ρ. μτβ.)
evirare (ρ. μτβ.)
evirato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---