Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόevasióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [evaˈzjone] 1 απόδραση 2 κοπάνα 3 υπεκφυγή 4 διαφυγή 5 δραπέτευση 6 φυγή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |