Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


evasióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [evaˈzjone]

1 απόδραση
2 κοπάνα
3 υπεκφυγή
4 διαφυγή
5 δραπέτευση
6 φυγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  evaporometria evasivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

evaporato (επίθ.)
evaporatore (ουσ αρσ )
evaporazione (θηλ.ουσ)
evaporimetro (ουσ αρσ )
evaporometria (θηλ.ουσ)
evasione (θηλ.ουσ)
evasivo (επίθ.)
evaso (αρσ. επίθ και ουσ)
evasore (ουσ αρσ )
evenienza (θηλ.ουσ)
evento (ουσ αρσ )
eventuale (επίθ.)
eventualità (θηλ.ουσ)
eventualmente (επίρ.)
eversione (θηλ.ουσ)
eversivo (επίθ.)
eversore (ουσ αρσ )
evezione (θηλ.ουσ)
evidente (επίθ.)
evidentemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---