Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόevaporatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [evaporaˈtore] 1 συσκευή διατήρησης υγρασίας 2 διάταξη ή πηγή που προκαλεί εξάτμιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |