Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


evaporatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [evaporaˈtore]

1 συσκευή διατήρησης υγρασίας
2 διάταξη ή πηγή που προκαλεί εξάτμιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  evaporato evaporazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

evangelizzazione (θηλ.ουσ)
evangelo (ουσ αρσ )
evaporabile (επίθ.)
evaporare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
evaporato (επίθ.)
evaporatore (ουσ αρσ )
evaporazione (θηλ.ουσ)
evaporimetro (ουσ αρσ )
evaporometria (θηλ.ουσ)
evasione (θηλ.ουσ)
evasivo (επίθ.)
evaso (αρσ. επίθ και ουσ)
evasore (ουσ αρσ )
evenienza (θηλ.ουσ)
evento (ουσ αρσ )
eventuale (επίθ.)
eventualità (θηλ.ουσ)
eventualmente (επίρ.)
eversione (θηλ.ουσ)
eversivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---