Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόevasóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [evaˈzore] 1 φοροφυγάδας 2 φεύγων 3 αποφεύγων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |