Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


evàso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈvazo]

1 δραπέτης
2 φυγάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  evasivo evasore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

evaporazione (θηλ.ουσ)
evaporimetro (ουσ αρσ )
evaporometria (θηλ.ουσ)
evasione (θηλ.ουσ)
evasivo (επίθ.)
evaso (αρσ. επίθ και ουσ)
evasore (ουσ αρσ )
evenienza (θηλ.ουσ)
evento (ουσ αρσ )
eventuale (επίθ.)
eventualità (θηλ.ουσ)
eventualmente (επίρ.)
eversione (θηλ.ουσ)
eversivo (επίθ.)
eversore (ουσ αρσ )
evezione (θηλ.ουσ)
evidente (επίθ.)
evidentemente (επίρ.)
evidenza (θηλ.ουσ)
evidenziare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---