Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόevanescènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [evaneʃˈʃɛntsa] 1 ξέβαμμα 2 ξεθώριασμα 3 εξαφάνιση 4 ξάσπρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |