Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


evàdere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [eˈvadere]

δραπετεύω

evàdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈvadere]

1 υπεκφεύγω
2 λουφάρω
3 γλιτώνω
4 αποφεύγω με επιδεξιότητα
5 φοροδιαφεύγω
6 αποφεύγω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  evacuazione evaginarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

evacuamento (ουσ αρσ )
evacuante (αρσ. επίθ και ουσ)
evacuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
evacuativo (επίθ.)
evacuazione (θηλ.ουσ)
evadere (ρ.αμτβ.)
evadere (ρ. μτβ.)
evaginarsi (ρ. μ. αμτβ.)
evaginazione (θηλ.ουσ)
evanescente (επίθ.)
evanescenza (θηλ.ουσ)
evangeliario (ουσ αρσ )
evangelicamente (επίρ.)
evangelico (ουσ αρσ )
evangelico (επίθ.)
evangelismo (ουσ αρσ )
evangelista (ουσ αρσ και θηλ.)
evangelizzare (ρ. μτβ.)
evangelizzazione (θηλ.ουσ)
evangelo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---