Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόevacuazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [evakuatˈtsjone] 1 κένωση 2 εκκένωση 3 άδειασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |