Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόevacuaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [evakuaˈmento] 1 εκκένωση 2 άδειασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |