Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


evacuaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [evakuaˈmento]

1 εκκένωση
2 άδειασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eva evacuante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eutettico (αρσ. επίθ και ουσ)
eutocia (θηλ.ουσ)
eutrofia (θηλ.ουσ)
eutrofico (επίθ.)
eva (θηλ.ουσ)
evacuamento (ουσ αρσ )
evacuante (αρσ. επίθ και ουσ)
evacuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
evacuativo (επίθ.)
evacuazione (θηλ.ουσ)
evadere (ρ.αμτβ.)
evadere (ρ. μτβ.)
evaginarsi (ρ. μ. αμτβ.)
evaginazione (θηλ.ουσ)
evanescente (επίθ.)
evanescenza (θηλ.ουσ)
evangeliario (ουσ αρσ )
evangelicamente (επίρ.)
evangelico (ουσ αρσ )
evangelico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---