Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόevacuànte
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [evakuˈante] 1 καθαρτικό 2 εμετικό 3 που προκαλεί εκκένωση του στομάχου ή των εντέρων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |