Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eutrofìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ewtroˈfia]

1 ευτροφισμός
2 ευτροφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eutocia eutrofico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eurotassa (θηλ.ουσ)
eurovisione (θηλ.ουσ)
eutanasia (θηλ.ουσ)
eutettico (αρσ. επίθ και ουσ)
eutocia (θηλ.ουσ)
eutrofia (θηλ.ουσ)
eutrofico (επίθ.)
eva (θηλ.ουσ)
evacuamento (ουσ αρσ )
evacuante (αρσ. επίθ και ουσ)
evacuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
evacuativo (επίθ.)
evacuazione (θηλ.ουσ)
evadere (ρ.αμτβ.)
evadere (ρ. μτβ.)
evaginarsi (ρ. μ. αμτβ.)
evaginazione (θηλ.ουσ)
evanescente (επίθ.)
evanescenza (θηλ.ουσ)
evangeliario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---