Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


evaginàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [evaʤiˈnarsi]

1 προκαλώ εξόγκωση με το γύρισμα του μέσα έξω
2 γυρίζω τα μέσα έξω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  evadere evaginazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

evacuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
evacuativo (επίθ.)
evacuazione (θηλ.ουσ)
evadere (ρ.αμτβ.)
evadere (ρ. μτβ.)
evaginarsi (ρ. μ. αμτβ.)
evaginazione (θηλ.ουσ)
evanescente (επίθ.)
evanescenza (θηλ.ουσ)
evangeliario (ουσ αρσ )
evangelicamente (επίρ.)
evangelico (ουσ αρσ )
evangelico (επίθ.)
evangelismo (ουσ αρσ )
evangelista (ουσ αρσ και θηλ.)
evangelizzare (ρ. μτβ.)
evangelizzazione (θηλ.ουσ)
evangelo (ουσ αρσ )
evaporabile (επίθ.)
evaporare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---