Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


evacuatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [evakuaˈtivo]

1 καθαρτικό
2 εμετικό
3 που προκαλεί εκκένωση του στομάχου ή των εντέρων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  evacuare evacuazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eutrofico (επίθ.)
eva (θηλ.ουσ)
evacuamento (ουσ αρσ )
evacuante (αρσ. επίθ και ουσ)
evacuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
evacuativo (επίθ.)
evacuazione (θηλ.ουσ)
evadere (ρ.αμτβ.)
evadere (ρ. μτβ.)
evaginarsi (ρ. μ. αμτβ.)
evaginazione (θηλ.ουσ)
evanescente (επίθ.)
evanescenza (θηλ.ουσ)
evangeliario (ουσ αρσ )
evangelicamente (επίρ.)
evangelico (ουσ αρσ )
evangelico (επίθ.)
evangelismo (ουσ αρσ )
evangelista (ουσ αρσ και θηλ.)
evangelizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---