Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eutròfico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ewˈtrɔfiko]

ευτροφικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eutrofia eva  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eurovisione (θηλ.ουσ)
eutanasia (θηλ.ουσ)
eutettico (αρσ. επίθ και ουσ)
eutocia (θηλ.ουσ)
eutrofia (θηλ.ουσ)
eutrofico (επίθ.)
eva (θηλ.ουσ)
evacuamento (ουσ αρσ )
evacuante (αρσ. επίθ και ουσ)
evacuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
evacuativo (επίθ.)
evacuazione (θηλ.ουσ)
evadere (ρ.αμτβ.)
evadere (ρ. μτβ.)
evaginarsi (ρ. μ. αμτβ.)
evaginazione (θηλ.ουσ)
evanescente (επίθ.)
evanescenza (θηλ.ουσ)
evangeliario (ουσ αρσ )
evangelicamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---