Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eutéttico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [euˈtettiko]

εύτηκτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eutanasia eutocia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eurosocialismo (ουσ αρσ )
eurosocialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
eurotassa (θηλ.ουσ)
eurovisione (θηλ.ουσ)
eutanasia (θηλ.ουσ)
eutettico (αρσ. επίθ και ουσ)
eutocia (θηλ.ουσ)
eutrofia (θηλ.ουσ)
eutrofico (επίθ.)
eva (θηλ.ουσ)
evacuamento (ουσ αρσ )
evacuante (αρσ. επίθ και ουσ)
evacuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
evacuativo (επίθ.)
evacuazione (θηλ.ουσ)
evadere (ρ.αμτβ.)
evadere (ρ. μτβ.)
evaginarsi (ρ. μ. αμτβ.)
evaginazione (θηλ.ουσ)
evanescente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---