Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


evangèlico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [evanˈʤɛliko]

ευαγγελιστής (αίρεση)

evangèlico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [evanˈʤɛliko]

ευαγγελικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  evangelicamente evangelismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

evaginazione (θηλ.ουσ)
evanescente (επίθ.)
evanescenza (θηλ.ουσ)
evangeliario (ουσ αρσ )
evangelicamente (επίρ.)
evangelico (ουσ αρσ )
evangelico (επίθ.)
evangelismo (ουσ αρσ )
evangelista (ουσ αρσ και θηλ.)
evangelizzare (ρ. μτβ.)
evangelizzazione (θηλ.ουσ)
evangelo (ουσ αρσ )
evaporabile (επίθ.)
evaporare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
evaporato (επίθ.)
evaporatore (ουσ αρσ )
evaporazione (θηλ.ουσ)
evaporimetro (ουσ αρσ )
evaporometria (θηλ.ουσ)
evasione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---