Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sporcàre (ρ. μτβ.) sportìva (θηλ.ουσ)
sporcàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) sportivaménte (επίρ.)
sporcìzia (θηλ.ουσ) sportività (θηλ.ουσ)
spòrco (αρσ. επίθ και ουσ) sportìvo (ουσ αρσ )
sporgènte (αρσ. επίθ και ουσ) sportìvo (επίθ.)
sporgènza (θηλ.ουσ) spòrto (αρσ. επίθ και ουσ)
spòrgere (ρ.αμτβ.) spòrula (θηλ.ουσ)
spòrgere (ρ. μτβ.) sporulazióne (θηλ.ουσ)
sporgersi (ρ.μ. (αντων.)) spòsa, spósa (θηλ.ουσ)
sporìdio (ουσ αρσ ) sposalìzio (αρσ. επίθ και ουσ)
sporìfero (επίθ.) sposàre (ρ. μτβ.)
sporoblàsto (ουσ αρσ ) sposarsi (ρ.μ. (αντων.))
sporocàrpo (ουσ αρσ ) sposàto (αρσ. επίθ και ουσ)
sporofìllo (ουσ αρσ ) spòso, spóso (ουσ αρσ )
sporòfito (ουσ αρσ ) spossànte (επίθ.)
sporogènesi (θηλ.ουσ) spossàre (ρ. μτβ.)
sporògeno (επίθ.) spossarsi (ρ.μ. (αντων.))
sporogonìa (θηλ.ουσ) spossatézza (θηλ.ουσ)
sporogònio (ουσ αρσ ) spossàto (επίθ.)
sporologìa (θηλ.ουσ) spossessaménto (ουσ αρσ )
sporozòi (ουσ αρσ πληθ.) spossessàre (ρ. μτβ.)
spòrt (αρσ. επίθ και ουσ) spossessàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
spòrta (θηλ.ουσ) spostaménto (ουσ αρσ )
sportellìsta (ουσ αρσ και θηλ.) spostàre (ρ. μτβ.)
sportèllo (ουσ αρσ ) spostàrsi (ρ. μ. αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: