Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sporogènesi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sporoˈʤɛnezi]

1 σποριογένεση
2 σπορογένεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sporofito sporogeno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sporifero (επίθ.)
sporoblasto (ουσ αρσ )
sporocarpo (ουσ αρσ )
sporofillo (ουσ αρσ )
sporofito (ουσ αρσ )
sporogenesi (θηλ.ουσ)
sporogeno (επίθ.)
sporogonia (θηλ.ουσ)
sporogonio (ουσ αρσ )
sporologia (θηλ.ουσ)
sporozoi (ουσ αρσ πληθ.)
sport (αρσ. επίθ και ουσ)
sporta (θηλ.ουσ)
sportellista (ουσ αρσ και θηλ.)
sportello (ουσ αρσ )
sportiva (θηλ.ουσ)
sportivamente (επίρ.)
sportività (θηλ.ουσ)
sportivo (ουσ αρσ )
sportivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---