Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sportèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sporˈtɛllo]

(ufficio) η θυρίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sportellista sportiva  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sporologia (θηλ.ουσ)
sporozoi (ουσ αρσ πληθ.)
sport (αρσ. επίθ και ουσ)
sporta (θηλ.ουσ)
sportellista (ουσ αρσ και θηλ.)
sportello (ουσ αρσ )
sportiva (θηλ.ουσ)
sportivamente (επίρ.)
sportività (θηλ.ουσ)
sportivo (ουσ αρσ )
sportivo (επίθ.)
sporto (αρσ. επίθ και ουσ)
sporula (θηλ.ουσ)
sporulazione (θηλ.ουσ)
sposa (θηλ.ουσ)
sposalizio (αρσ. επίθ και ουσ)
sposare (ρ. μτβ.)
sposarsi (ρ.μ. (αντων.))
sposato (αρσ. επίθ και ουσ)
sposo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---