Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsporulazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sporulatˈtsjone] 1 σπορογένεση 2 σποριογένεση 3 σπορίωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |