Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sporulazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sporulatˈtsjone]

1 σπορογένεση
2 σποριογένεση
3 σπορίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sporula sposa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sportività (θηλ.ουσ)
sportivo (ουσ αρσ )
sportivo (επίθ.)
sporto (αρσ. επίθ και ουσ)
sporula (θηλ.ουσ)
sporulazione (θηλ.ουσ)
sposa (θηλ.ουσ)
sposalizio (αρσ. επίθ και ουσ)
sposare (ρ. μτβ.)
sposarsi (ρ.μ. (αντων.))
sposato (αρσ. επίθ και ουσ)
sposo (ουσ αρσ )
spossante (επίθ.)
spossare (ρ. μτβ.)
spossarsi (ρ.μ. (αντων.))
spossatezza (θηλ.ουσ)
spossato (επίθ.)
spossessamento (ουσ αρσ )
spossessare (ρ. μτβ.)
spossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---