Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spossàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sposˈsare]

1 ξεκατινιάζω
2 ξεθεώνω
3 κατακουράζω
4 ξεκωλώνω
5 παραβαρύνω
6 ξεπλατίζω
7 ξεπατώνω
8 εξαντλώ
9 βγάζω το λάδι
10 κουράζω
11 καταπονώ
12 ξεβιδώνω
13 λιώνω
14 βαλαντώνω

spossarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sposˈsarsi]

1 ξεκατινιάζομαι
2 ξεθεώνομαι
3 ξεκωλώνομαι
4 ξεπλατίζομαι
5 ξεπατώνομαι
6 κατακουράζομαι
7 μου βγαίνει το λάδι
8 κουράζομαι
9 εξαντλούμαι
10 ξεβιδώνομαι
11 καταπονούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spossante spossatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sposare (ρ. μτβ.)
sposarsi (ρ.μ. (αντων.))
sposato (αρσ. επίθ και ουσ)
sposo (ουσ αρσ )
spossante (επίθ.)
spossare (ρ. μτβ.)
spossarsi (ρ.μ. (αντων.))
spossatezza (θηλ.ουσ)
spossato (επίθ.)
spossessamento (ουσ αρσ )
spossessare (ρ. μτβ.)
spossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spostamento (ουσ αρσ )
spostare (ρ. μτβ.)
spostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spostato (ουσ αρσ )
spostato (επίθ.)
spostatura (θηλ.ουσ)
spot (ουσ αρσ )
spranga (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---