Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spostaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spostaˈmento]

1 μετατόπισμα
2 κίνηση
3 εκτόπισμα
4 παρεκτροπή
5 εκτόπιση
6 μεταβολή
7 αλλαγή ταχύτητας
8 αλλαγή κατεύθυνσης
9 αλλαγή θέσης
10 μετακίνηση
11 μετατόπιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spossessarsi spostare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spossatezza (θηλ.ουσ)
spossato (επίθ.)
spossessamento (ουσ αρσ )
spossessare (ρ. μτβ.)
spossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spostamento (ουσ αρσ )
spostare (ρ. μτβ.)
spostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spostato (ουσ αρσ )
spostato (επίθ.)
spostatura (θηλ.ουσ)
spot (ουσ αρσ )
spranga (θηλ.ουσ)
sprangare (ρ. μτβ.)
sprangatura (θηλ.ουσ)
spray (αρσ. επίθ και ουσ)
sprazzo (ουσ αρσ )
sprecare (ρ. μτβ.)
sprecarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprecato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---