Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spot  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspɔt]

1 σποτ (TV ή σινεμά)
2 σημειακή πηγή φωτός
3 φωτιστικό σποτ (στο θέατρο και στο σινεμά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spostatura spranga  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spostare (ρ. μτβ.)
spostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spostato (ουσ αρσ )
spostato (επίθ.)
spostatura (θηλ.ουσ)
spot (ουσ αρσ )
spranga (θηλ.ουσ)
sprangare (ρ. μτβ.)
sprangatura (θηλ.ουσ)
spray (αρσ. επίθ και ουσ)
sprazzo (ουσ αρσ )
sprecare (ρ. μτβ.)
sprecarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprecato (επίθ.)
spreco (ουσ αρσ )
sprecone (αρσ. επίθ και ουσ)
spregevole (επίθ.)
spregevolmente (επίρ.)
spregiare (ρ. μτβ.)
spregiativo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---