Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spostatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spostaˈtura]

1 μετάθεση
2 εκτόπισμα
3 μετατόπιση
4 μετακίνηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spostato spot  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spostamento (ουσ αρσ )
spostare (ρ. μτβ.)
spostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spostato (ουσ αρσ )
spostato (επίθ.)
spostatura (θηλ.ουσ)
spot (ουσ αρσ )
spranga (θηλ.ουσ)
sprangare (ρ. μτβ.)
sprangatura (θηλ.ουσ)
spray (αρσ. επίθ και ουσ)
sprazzo (ουσ αρσ )
sprecare (ρ. μτβ.)
sprecarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprecato (επίθ.)
spreco (ουσ αρσ )
sprecone (αρσ. επίθ και ουσ)
spregevole (επίθ.)
spregevolmente (επίρ.)
spregiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---